δρεπανηφόρον

δρεπανηφόρον
δρεπανηφόρος
bearing a scythe
masc/fem acc sg
δρεπανηφόρος
bearing a scythe
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • КОЛЕСНИЦА —    • Currus,        1. arcuatus, колесница, покрытая полотном, которою пользовались главным образом flammes. Liv. 1, 21;        2. С. falcatus, αρμα δρεπανηφόρον, боевая колесница, со всех сторон окруженная длинными, острыми серпами, которую… …   Реальный словарь классических древностей

  • δρεπανηφόρος — α, ο (AM δρεπανηφόρος, ον) αυτός που έχει ή που κρατά δρεπάνι αρχ. «ἅρμα δρεπανηφόρον» άρμα που είναι εφοδιασμένο και από τις δύο πλευρές με δρεπάνια για να τραυματίζει τους εχθρούς …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”